Δημοσιεύθηκε Εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής – 5.5.2019
Θυμόμαστε τις ημέρες της περήφανης διαπραγμάτευσης του 2015, όταν είχαν σταματήσει οι πληρωμές του κράτους προς την πραγματική οικονομία; Την μεγάλη διόγκωση των υποχρεώσεων, που πάγωσαν την αγορά μέχρι το τελειωτικό χτύπημα της επιβολής των κεφαλαιακών ελέγχων. Με τους οποίους ζούμε ακόμη και σήμερα, παρά τις συνεχείς ανακοινώσεις της κυβέρνησης περί βελτίωσης του οικονομικού κλίματος, περί ανάκαμψης της οικονομίας;
Έκτοτε, πάγια πρόβλεψη στο τρίτο μνημόνιο και στις αξιολογήσεις αποτελεί η εξόφληση των εκκρεμών υποχρεώσεων του κράτους έναντι των ιδιωτών. Το θέμα παίρνει ευρύτερες διαστάσεις, την ώρα που εντός των ημερών ψηφίζεται νέο πολυνομοσχέδιο, που μειώνει κατά το ήμισυ το επιτόκιο για τις καθυστερημένες οφειλές του δημοσίου, στο 3% αντί για το 6% που ισχύει (για οφειλές που έχουν τελεσιδικήσει εις βάρος του Δημοσίου, φανταζόμαστε ήδη την χρονική καθυστέρηση που αυτό συνεπάγεται). Και αυτό την ώρα που στις καθυστερημένες οφειλές των ιδιωτών προς του κράτος εφαρμόζεται το τοκογλυφικό επιτόκιο του 8,76.
Για να έχουμε καλύτερη αντίληψη των πραγμάτων, το ίδιο το κράτος σπεύδει να αποπληρώσει μέρος του δανείου που έχει συνάψει με το ΔΝΤ, διότι αυτό βαρύνεται με το «υψηλό» επιτόκιο του 5%! Στους πολίτες όμως, το 8,76% δεν αποτελεί πρόβλημα!
Ενώ λοιπόν, χάρη στην επιμονή των εταίρων δανειστών μας, το κράτος είχε αρχίσει να συμμαζεύεται και να εξοφλεί τα χρέη του, ίσως και εν όψει της απόφασης για την καταβολή της διευκόλυνσης των 970 εκατομμυρίων, με το που διασφαλίστηκε η έγκριση, οι οφειλές του δημοσίου άρχισαν πάλι να εκτοξεύονται. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το τελευταίο δελτίο του Υπουργείου Οικονομικών, [1]οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης έφθασαν πάλι τα 1,67 δις (έναντι 1,52 δισ. ευρώ στο τέλος του 2018). Από τα 480 εκ. που είναι διαθέσιμα για επιστροφές φόρων δεν πληρώθηκε ούτε ένα ευρώ.
Η εικόνα μαυρίζει λίγο περισσότερο αν κοιτάξουμε στα Νοσοκομεία, τις βασικές πηγές δημιουργίας χρέους, σύμφωνα με το Δελτίο. Ειδικά τα νοσοκομεία, παρατηρείται ότι, ενώ είναι από τους ελάχιστους φορείς που πλήρωσαν υποχρεώσεις (3,4 εκ για τον Φεβρουάριο μόνο), ωστόσο έχουν ακόμη 446 υπόλοιπο ληξιπρόθεσμων οφειλών (έναντι 359 μόλις τον προηγούμενο μήνα).
Μπορεί τα νούμερα να είναι κουραστικά. Όμως, μας δείχνουν την πραγματική εικόνα της υγείας της οικονομίας μας. Αν το ίδιο το κράτος δεν εξοφλεί τις υποχρεώσεις του προς τους επιχειρηματίες, πώς έχει την απαίτηση οι τελευταίοι να είναι συνεπείς στις δικές τους υποχρεώσεις, απέναντι στην εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά και στις μεταξύ τους συναλλαγές; Αυτό που θέλουμε να τονίσουμε, είναι ότι η πραγματική εξυγίανση της οικονομικής μας ζωής περνά όχι μόνον από την ρύθμιση των τραπεζικών οφειλών και την διευθέτηση των κόκκινων δανείων, αλλά και από την εξόφληση των υποχρεώσεων του κράτους προς τους προμηθευτές του.
Στην πραγματικότητα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αθέτηση των υποχρεώσεων ενός μέρους, όπως είναι το κράτος εν προκειμένω, δημιουργεί αλυσιδωτές επιπτώσεις. Οι προμηθευτές αγαθών και υπηρεσιών χρεώνουν υψηλότερα τις προμήθειες, γνωρίζοντας ότι θα αργήσουν πολύ να αποζημιωθούν. Για να μην αναφερθούμε στην παράλογη κατάσταση της υποχρεωτικής καταβολής του αναλογούντος ΦΠΑ με την έκδοση του τιμολογίου, από τον προμηθευτή, που θα τον πάρει πίσω μήνες, έως και χρόνια μετά! Η εμπιστοσύνη μεταξύ των συναλλασσομένων και το αίσθημα δικαίου στην κοινωνία πλήττονται καίρια.
Είναι καλό που έχει αναληφθεί η υποχρέωση μείωσης των ληξιπρόθεσμων, έναντι των δανειστών. Ωστόσο, η ίδια η Κυβέρνηση, αντί να επαίρεται για την αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, θα έπρεπε να σπεύσει να μειώσει περαιτέρω τις υποχρεώσεις της προς την πραγματική οικονομία.