Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής – 12.05.2019
Την περασμένη Τρίτη στο Ζάππειο, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι μας κάνει τη χάρη να μας επιστρέψει ένα μικρό μέρος από όσα μας έχει πάρει με την φοροεισπρακτική πολιτική που ασκεί εδώ και πάνω από τέσσερα χρόνια, προκειμένου να χρηματοδοτήσει το κομματικό κράτος που δημιουργεί. Προκειμένου να χρηματοδοτήσει την αύξηση των κρατικών δαπανών, που ο ίδιος έχει προκαλέσει από το 2015 και μετά.
Μας ανακοίνωσε τη μερική επαναφορά κάποιων τροφίμων, μένει να δούμε ακριβώς τη διάταξη, στον χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ 13%, από το 24% που πληρώναμε σχεδόν από την αρχή της διακυβέρνησής του. Το όφελος, σύμφωνα με τον ίδιο, ανέρχεται στα 260 εκ. ευρώ για φέτος. Δηλαδή 500 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση, ποσά που πληρώναμε όλοι μας κάθε φορά που πηγαίναμε στο σούπερ μάρκετ.
Μας ανακοίνωσε την υπαγωγή των τιμολογίων ενέργειας στον χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ 6%. Εδώ δεν χρειάζεται καν να μπούμε στον κόπο να μετρήσουμε το «όφελος» για την τσέπη μας, καθώς η όποια μείωση του ΦΠΑ θα αντισταθμιστεί από την μείωση της έκπτωσης συνέπειας που εφαρμόζει ήδη η ΔΕΗ (που έχει τους περισσότερους καταναλωτές), από το 15% στο 10%, αλλά και τις αναμενόμενες γενικότερες αυξήσεις στα τιμολόγια ρεύματος. Δεν σχολιάζω κάν τον κρατισμό στη ΔΕΗ που διατηρεί, φέρνοντας την επιχείρηση ένα βήμα από τη χρεοκοπία.
Τέλος, ανακοινώθηκε το μέτρο της καταβολής κλιμακωτού επιδόματος στους συνταξιούχους – την στιγμή που σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο κίνδυνος φτώχειας είναι αισθητά μεγαλύτερος για ανθρώπους 18-64 ετών, στο 21,7%, έναντι του 12,4% όπου βρίσκεται για τους συνταξιούχους, οι οποίοι είναι και αυτοί που έχουν δει τις λιγότερες μειώσεις στα εισοδήματά τους κατά τα χρόνια της κρίσης.
Προφανώς κάθε προσπάθεια επιστροφής στην κοινωνία και την οικονομία, έστω και μέρους από αυτά που βίαια αφαίρεσε η κυβέρνηση, είναι κατ’ αρχάς θετική.
Και ας μπούμε λίγο στην ουσία. Ζούμε σε μία χώρα με ποσοστό ανεργίας 18,6%, σταθερά το υψηλότερο στην ΕΕ, όπου δεν έχουμε δει καμία μεγάλη επένδυση τα τελευταία χρόνια, όπου δεν έχει επιτευχθεί ακόμη η ουσιαστική μείωση των κόκκινων δανείων. Όπου, εδώ και τέσσερα χρόνια, υπάρχουν περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων. Όπου ο ίδιος ο πρωθυπουργός, παράλληλα με τις εξαγγελίες, προσπάθησε να καθησυχάσει τους πιστωτές της Ελλάδας ανακοινώνοντας την δημιουργία ενός καταπιστευτικού λογαριασμού ύψους 5,55 δις, για την διασφάλιση των πρωτογενών πλεονασμάτων τουλάχιστον στο 3% του ΑΕΠ. Το μέτρο αυτό, πέρα από την προφανή έλλειψη εμπιστοσύνης που αποδεικνύει και παραδέχεται, στερεί προφανώς από την οικονομία το αντίστοιχο ποσό.
Επίσης εκκρεμεί η απόδοση δεκάδων χιλιάδων συντάξεων σε δικαιούχους, οι οποίοι χρειάζεται να περιμένουν χρόνια για να λάβουν τα αυτονόητα. Συγχρόνως, έχουν αρχίσει πάλι να αυξάνονται οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του ιδίου του Δημοσίου προς προμηθευτές. Υπενθυμίζουμε, σύμφωνα με το ίδιο το Υπουργείο Οικονομικών, οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης έφθασαν πάλι τα 1,67 δις (έναντι 1,52 δισ. ευρώ στο τέλος του 2018). Από τα 480 εκ. που είναι διαθέσιμα για επιστροφές φόρων δεν πληρώθηκε ούτε ένα ευρώ.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα εμφανώς προεκλογικά μέτρα Τσίπρα φαντάζουν ασπιρίνες σε ετοιμοθάνατο.
Ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του, αντί να ψάχνουν τρόπο να αντιστρέψουν την επικείμενη εκλογική ήττα τους στις 26 Μαΐου, θα έπρεπε να επικεντρωθούν στις πραγματικές ανάγκες της Ελλάδας. Δεν σταματούν να μας καθησυχάζουν ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας, αγνοώντας ότι αυτό προκαλεί αβεβαιότητα που κάνει κακό στην οικονομία.
Περιμένουμε επιτέλους από την Κυβέρνηση να στρέψει το βλέμμα της στην πραγματική οικονομία. Η υπεραπόδοση, για την οποία επαίρεται, έχει έλθει σε βάρος της ανάπτυξης και με μεγάλη περιστολή του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων. Έχει έλθει συντηρώντας ένα κράτος υπερτροφικό, σπάταλο και ασυνεπές. Το αχρείαστο υπερπλεόνασμα ας χρησιμοποιηθεί για την αποπληρωμή των δυσθεώρητων οφειλών του Δημοσίου, που στρεβλώνουν την εικόνα της οικονομίας και την ποδηγετούν. Αυτό θα έχει και το παράπλευρο όφελος της ταχείας επαναφοράς της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της Ελλάδας, τόσο από τους εταίρους και τους δανειστές, όσο και εντός της χώρας, επιτρέποντας την σταδιακή επιστροφή των επενδυτών και την δημιουργία θέσεων εργασίας.