Δημοσιεύθηκε στην Ιστοσελίδα www.capital.gr – 05.06.2019
Η ασφυξία στην οποία έχει οδηγήσει την οικονομία η κυβερνητική πολιτική της συνειδητής αύξησης των φόρων και των εισφορών, που γίνεται για να διατηρηθεί ο κρατισμός, είναι ίσως το μεγαλύτερο πλήγμα στην αναγκαία ανάπτυξη που προσδοκούμε. Η όποια ρευστότητα των επιχειρήσεων, αντί να κατευθύνεται στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας, την παραγωγή πλούτου και το άνοιγμα νέων θέσεων εργασίας, πηγαίνει κυρίως στην αποπληρωμή υποχρεώσεων.
Οι Έλληνες δουλεύουν σήμερα 203 ημέρες το χρόνο για να πληρώσουν την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα παρουσίασε τη μεγαλύτερη αύξηση φόρων τη δεκαετία 2007-2017, βρισκόμενη σήμερα στην πέμπτη θέση, με συνολική επιβάρυνση στο 39,4%, με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ να είναι στο 34,2%. Φόροι και εισφορές καθηλώνουν την οικονομία εμποδίζοντας την ανάπτυξη και οδηγούν πολλούς στην παραοικονομία, την φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή. Το κράτος είναι ο βασικός συνέταιρος σε όλες τις επιχειρήσεις.
Όμως είναι ένας κακός συνέταιρος, που αν όμως μεταβληθεί σε καλό συνέταιρο με στόχο να πάει καλά η επιχείρηση, τότε θα έχουμε ουσιαστική αντιστροφή του κλίματος.
Παρουσιάζω πέντε αλλαγές, που θα μπορούσαν να μετατρέψουν το κράτος σε ένα καλύτερο συνέταιρο για όλους, έτσι ώστε να ξαναζωντανέψει η αγορά.
Πρώτον, η αισθητή μείωση των φορολογικών βαρών στις επιχειρήσεις, ξεκινώντας από τη σταδιακή μείωση του φορολογικού συντελεστή στα επιχειρηματικά κέρδη στο 20%. Σημειώνεται ότι η προηγούμενη κυβέρνηση είχε ήδη μειώσει τον φορολογικό συντελεστή στο 24%, και η σημερινή τον επανέφερε στο 29% – και μετά τον “μείωσε” στο 28%… Συμπληρωματικά, χρειάζεται η μείωση του φόρου μερισμάτων στο 5%, από το 15% που είναι σήμερα. Τέλος, σημαντικότατη ανακούφιση είναι και η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος. Η μείωση φόρων θα προσφέρει άμεση οικονομική ανάσα στις επιχειρήσεις, προκειμένου να γίνουν νέες επενδύσεις και να ανοίξουν νέες δουλειές.
Δεύτερον, η αύξηση του ορίου υπαγωγής στον ΦΠΑ στις € 25.000 από τις € 10.000 που είναι σήμερα. Έτσι μειώνεται η γραφειοκρατία στην οποία υπάγονται οι μικρές επιχειρήσεις και διευκολύνεται η ίδρυση και λειτουργία νέων μικρών επιχειρήσεων. Το μέτρο οδηγεί στη μείωση φόρτου για το ίδιο το δημόσιο, που θα επεξεργάζεται λιγότερες δηλώσεις.
Τρίτον, η δημιουργία λευκού μητρώου, για την επιβράβευση όσων επιχειρηματιών είναι συνεπείς στις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις τους. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι ανταποκρίνεται στην ανάγκη ηθικής και ουσιαστικής στήριξης όσων, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, παραμένουν συνεπείς. Μέτρα όπως η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ή άλλου είδους αναγνώριση της προσπάθειας που καταβάλλουν, θα ενισχύσουν το αίσθημα δικαίου και σταδιακά την συμμόρφωση της επιχειρηματικής κοινότητας.
Τέταρτον, είναι αναγκαία η θέσπιση ενός συνταξιοδοτικού συστήματος τριών πυλώνων, όπως άλλωστε ισχύει ήδη στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ. Το νέο σύστημα πρέπει να συνδυάζει τον πρώτο διανεμητικό πυλώνα (εθνική σύνταξη και αναλογική σύνταξη με βάση τις εισφορές), με έναν δεύτερο κεφαλαιοποιητικό πυλώνα (εισφορές νέων εργαζομένων σε “ατομικό κουμπαρά”) και ένα τρίτο, εθελοντικό, για όσους έχουν την δυνατότητα περαιτέρω αποταμίευσης. Η ουσιαστική αναπροσαρμογή του συστήματος θα επιτρέψει σε όλους να προσδοκούν καλύτερη σύνταξη από αυτήν που προβλέπουν τα σημερινά δεδομένα, αυξάνοντας παράλληλα την συμμόρφωση.
Άφησα τελευταίο το θέμα της προκαταβολής φόρου, που σήμερα ορίζεται στο 100%. Η επιχειρηματική κοινότητα αντιδρά στο μέτρο, που όντως αποτελεί από μόνο του μία σημαντική επιβάρυνση στις υγιείς επιχειρήσεις, ενώ επιβαρύνει υπέρμετρα όσες αντιμετωπίζουν δυσκολίες τη στιγμή της καταβολής του φόρου, ο προσδιορισμός του οποίου στηρίζεται σε δεδομένα της προηγούμενης χρονιάς. Η σταδιακή μείωση του ποσοστού αυτού και η μηνιαία πληρωμή της προκαταβολής, καθ’όλη τη διάρκεια του έτους, θα μπορούσε να συμβάλει στην απελευθέρωση πόρων για τις υπόλοιπες δραστηριότητες των επιχειρήσεων.
Τα παραπάνω μέτρα δεν αρκούν από μόνα τους. Στις άμεσες προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης πρέπει να είναι η ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού και η περαιτέρω απλοποίηση του πλαισίου αδειοδοτήσεων και ελέγχων, η ψηφιοποίηση του δημοσίου αλλά και η αντιστροφή της υποχρέωσης απόδειξης σε υποψία παράβασης, από τον πολίτη στη διοίκηση. Χρειάζεται το κράτος να δείξει περισσότερη εμπιστοσύνη στους πολίτες, η διοίκηση να στηρίζει την επιχειρηματικότητα και να μην θέτει εμπόδια στην ελεύθερη αγορά. Με όλα αυτά μαζί, θα μπορέσει ο επιχειρηματικός κόσμος να επικεντρωθεί σε αυτό που πρέπει να κάνει: στην καινοτομία, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειάς του, και την παραγωγή πλούτου που τελικά θα δημιουργήσουν ποιοτικές θέσεις εργασίας για όλους.