Ή αλλάζουμε, ή βουλιάζουμε

Home / Uncategorized / Ή αλλάζουμε, ή βουλιάζουμε
Ή αλλάζουμε, ή βουλιάζουμε

Αν δεν κάνω λάθος, αυτή η φράση ειπώθηκε από τον πρώην Πρωθυπουργό κ. Γιώργο Παπανδρέου το 2009. Υποθέτω πως την εννοούσε, όμως δεν είμαι βέβαιος ότι προσπάθησε να αλλάξει τα πράγματα. Άλλωστε δεν είναι το ζητούμενο του παρόντος άρθρου.

Όμως σήμερα 10 χρόνια μετά, αυτό το δίλλημα είναι επίκαιρο. Η χώρα πορεύθηκε μετά το 1981 με συγκεκριμένες σταθερές, που λίγο πολύ αποτέλεσαν το πλαίσιο λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος για 40 περίπου χρόνια. Αποτέλεσαν τις πρακτικές του κομματικού ορθολογισμού, που στόχο είχε την κατάληψη της εξουσίας αρχικά και την χρήση του κράτους για την ικανοποίηση των συμφερόντων της εκλογικής πελατείας από την άλλη.

Πρακτικές όπως η περιχαράκωση των ψηφοφόρων μέσα από ακραία πόλωση, η προσέλκυση ψηφοφόρων με έντονη λαϊκίστικη ρητορική, η πλειοδοσία υποσχέσεων, οι αβάσιμες κατηγορίες κατά πολιτικών αντιπάλων, καλλιέργησαν ένα κλίμα που ακόμα και η στοιχειώδης συναίνεση για να πάει η χώρα μπροστά απουσίαζε. Επίσης η εξαγορά μεγάλων ομάδων ψηφοφόρων, πχ συνταξιούχων, δημοσίων υπαλλήλων, επαγγελματιών που ήθελαν τα επαγγέλματά τους κλειστά, ήταν η κυρίαρχη εφαρμοζόμενη πολιτική, που τελικά την πλήρωσε όπως αποδείχθηκε, η επόμενη γενιά που καλείται τώρα να αποπληρώσει τα δανεικά που χρειάστηκαν για όλες αυτές τις παροχές.

Τέλος οι αντιπολιτεύσεις, παρόλο που αρκετές κυβερνητικές προτάσεις ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά όμως είχαν και κάποιο πολιτικό κόστος, κατά κανόνα επέλεγαν τη λογική της άρνησης με στόχο να μην επωμιστούν πολιτική φθορά και με τις λαϊκίστικες υποσχέσεις περί ανατροπής της προτεινόμενης από την Κυβέρνηση πολιτικής, να προσδοκούν άνοδο των εκλογικών τους ποσοστών.

Όλα αυτά δημιούργησαν και στους ψηφοφόρους μια συγκεκριμένη κουλτούρα. Τους έκαναν να έχουν ανοικτά τα αφτιά τους σε υποσχέσεις, να τις αναμένουν προεκλογικά και να ψηφίζουν πολλές φορές εκείνον που τους υπόσχεται τα περισσότερα.

Φυσικά, επειδή οι υποσχέσεις πολλές φορές διαψεύδονταν, όλο και κλονιζόταν η εμπιστοσύνη των πολιτών για το πολιτικό δυναμικό, όλο και μεγάλωνε το χάσμα των ψηφοφόρων από τους κοινοβουλευτικούς τους εκπροσώπους. Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι οι λίγοι πολιτικοί που τόλμησαν να πάνε κόντρα σε αυτές τις πρακτικές, είχαν βραχύ πολιτικό βίο.

Αυτό το περιβάλλον οδήγησε στην αύξηση του λαϊκισμού, στην άνοδο των άκρων, στην αδυναμία η χώρα να εφαρμόσει πολιτικές που χρειάζονταν μια ελάχιστη συναίνεση για να πετύχουν.

 

Πλέον περιθώρια να συνεχίσουμε σε αυτό το τέμπο, δεν έχουμε. Ή αλλάζουμε λοιπόν, ή σύντομα θα πω εγώ, βουλιάζουμε.

 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δίνει ένα τέμπο αλλαγής από αυτό το κυρίαρχο αντιπολιτευτικό πρότυπο των προηγούμενων δεκαετιών. Αυτό είναι ελπιδοφόρο. Λίγες υποσχέσεις, κοστολογημένο πρόγραμμα, αποφυγή λαϊκισμού, αλλά και εθνικιστικών ακροτήτων. Αυτό κατά τη γνώμη μου του δίνει το πλεονέκτημα να μην έχει απόκλιση λόγων και έργων όταν γίνει Πρωθυπουργός.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης με εμπιστεύθηκε δίνοντάς μου την ευκαιρία να συμμετέχω στις προσεχείς εκλογές ως υποψήφιος βουλευτής στο βόρειο τομέα Αθηνών. Σε αυτό το πλαίσιο προτίθεμαι να κινηθώ, πιστεύοντας πραγματικά ότι η πολιτική ζωή της χώρας θέλει μια βαθιά αλλαγή στη νοοτροπία. Δεν έχει κανένα νόημα να συνεχίσουμε την πόλωση στη χώρα. Η χώρα έχει ένα ευρωπαϊκό προσανατολισμό, που πλέον υποστηρίζουν οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις. Η χώρα τώρα θέλει ένα ελάχιστο συνεννόησης ώστε να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα και να κάνουμε ανταγωνιστική την εξωστρεφή μας οικονομία, ώστε να αυξηθεί ο εθνικός μας πλούτος και η ευημερία του λαού μας. Στην Ευρώπη οι χριστιανοδημοκράτες και οι σοσιαλδημοκράτες, έχουν διαφορές, αλλά δεν επικρατεί η πόλωση, αντιθέτως αναζητείται η κοινή συνισταμένη και τελικά η Ευρώπη πάει μπροστά. Δεν βλέπω το λόγο γιατί κι εδώ να μην πετύχουμε ανάλογο κλίμα συναίνεσης, συναντίληψης και συνεργασίας σε θέματα που κοινή λογική είναι παραπάνω από τις ιδεολογίες.

Τέλος η μεγάλη αλλαγή σχετίζεται με το ρόλο του κράτους στην κοινωνία και στην οικονομία. Πρέπει να το μειώσουμε, να το κάνουμε λιγότερο παρεμβατικό στις ζωές μας, να το κάνουμε καλύτερο και φθηνότερο για εμάς. Να στοχεύει στη βοήθεια της επιχειρηματικότητας, να στοχεύει στην δημιουργία ίσων ευκαιριών για όλους στην απασχόληση και στην αγορά εργασίας. Το κράτος πρέπει να πάψει να είναι λάφυρο στα χέρια του πολιτικού συστήματος, πρέπει να πάψει να είναι το κυρίαρχο εργαλείο εκμαυλισμού των πολιτών και μέσο εξαγοράς ψηφοφόρων. Το κράτος δεν πρέπει να υπόσχεται να γίνει μεγαλύτερος (νέες προσλήψεις) και καλύτερος (αυξήσεις μισθών και συντάξεων) εργοδότης. Πρέπει να βοηθήσει την επιχειρηματικότητα να κάνει αυτή τη δουλεία.